ξύλοχος

ξύλοχος
ξύλοχος, ἡ (ΑΜ)
1. τόπος γεμάτος δένδρα
2. λόχμη, πυκνό δάσος, ιδίως ως κατοικία άγριων ζώων («ἐν ξυλόχῳ... κρατεροῑο λέοντος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. έχει προέλθει από αμάρτυρο *ξυλόλοχος με απλολογία (< ξύλον + λόχος*), δηλ. «φωλιά που βρισκόταν μέσα σε δάσος». Η λ. ξύλοχος συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. λόχμη «δάσος με θάμνους όπου κρύβονται άγρια ζώα», από όπου πιθ. το θηλυκό της γένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξύλοχος — thicket fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχοιο — ξύλοχος thicket fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχοις — ξύλοχος thicket fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχοισι — ξύλοχος thicket fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχοισιν — ξύλοχος thicket fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχου — ξύλοχος thicket fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχους — ξύλοχος thicket fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχων — ξύλοχος thicket fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχῳ — ξύλοχος thicket fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλοχοι — ξύλοχος thicket fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”